καταρροφέω
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
= foreg., Id.Loc.Hom.17, X.Cyr.1.3.9, Arist.Pr.876a27, Herm.Iamb. 4; τινος some of... Orib.8.6.16:—Pass., Ruf.Sat.Gon.18:—later καταρροφ-ροφάω, Alex.Trall.11.2, Sm.Jb.39.30.
Greek (Liddell-Scott)
καταρροφέω: τῷ προηγ., Ἱππ. 416. 6, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9· τινος, μέρος ἐκ…, Ὀρειβάσ. 173 Matth.·- Μέσ., = τῷ ἐνεργ., Ροῦφ. 136·- ὡσαύτως -ροφάω, Ἀλέξ. Τραλλ. 10. 546, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.