δημοφανής
From LSJ
English (LSJ)
ές, (φαίνω)
A public, solemn, ἑορτή Ph.2.169. II notorious, πρᾶγμα Phryn.PSp.64B.
German (Pape)
[Seite 565] ές, volkskundig, B. A. 36; ἑορτή, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
δημοφᾰνής: -ές, (φαίνω) δημόσιος, σεμνοπρεπής, ἑορτὴ Φίλων 2. 169.