ἀσκοπυτίνη
From LSJ
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A leathern canteen, Antiph.150, Men.266, LXX Ju. 10.5.
German (Pape)
[Seite 372] ἡ, ein mit Leder überzogenes Trinkgeschirr, Antiph. bei Poll. 10, 73; auch Iudith. 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκοπῡτίνη: [ῑ], ἡ, πυτίνη ἐν εἴδει ἀσκοῦ, δερμάτινος οἰνοφόρον ἀγγεῖον, Ἀντιφάν. ἐν «Μελεάγρῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Καρχηδονίῳ» 6, Ἑβδ.