μεταγραφή
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ἡ,
A transcribing, Aristeas 9 (pl.), 10, Jul.Ep.107. 2 borrowing from one person to pay another, Plu.2.831a (pl.). II translation, τοῦ νόμου J.AJ12.2.6. III change of text or reading, Str.12.3.22, cf. A.D.Synt.156.2.
German (Pape)
[Seite 145] ἡ, die Abschrift, Sp.; das Umschreiben, δανείων, Plut. de vit. aer. allen. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγρᾰφή: ἡ, ἀντιγραφή, ἐπίσταμαι τὰ βιβλία... μετέδωκε γάρ μοι πρὸς μεταγραφήν τινα Ἰουλ. Ἐπ. 9. 2) τὸ δανείζεσθαι παρά τινος πρὸς ἀπότισιν ὀφειλῆς πρὸς ἕτερον, Λατ. versura, Πλούτ. 2. 831Α.