τύρβα

Revision as of 10:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Adv., (τύρβη)

   A pell-mell, in confusion, [ὗς] τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω A.Fr.311.3; also σύρβα, Hsch., cf. συρβάβυττα.

German (Pape)

[Seite 1164] adv., durch einander, verwirrt, drunter und drüber; Aesch. frg. 321, τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω; auch σύρβα.

Greek (Liddell-Scott)

τύρβᾰ: Ἐπίρρ., (τύρβη) pêle-mêle, συγκεχυμένως, ἀναμίξ, ὗς... τρέπουσα τύρβ’ ἄνω κάτω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 8· ὡσαύτως σύρβα, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὴν λέξιν «μετὰ θορύβου», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ. συρβηνεύς.