θέσπισμα

From LSJ
Revision as of 10:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέσπισμα Medium diacritics: θέσπισμα Low diacritics: θέσπισμα Capitals: ΘΕΣΠΙΣΜΑ
Transliteration A: théspisma Transliteration B: thespisma Transliteration C: thespisma Beta Code: qe/spisma

English (LSJ)

ατος, τό, mostly in pl.,

   A oracles, oracular sayings, Hdt. 2.29, A.Fr.86, S.OT971: sg., E.Ion405.    2 Imperial constitution, Wilcken Chr.6.12 (pl., v A.D.), Just.Nov.113.1.1.

German (Pape)

[Seite 1204] τό, Götterspruch, Orakel; ἐπεάν σφεας ὁ θεὸς κελεύῃ διὰ θεσπισμάτων Her. 2, 29; Ζεὺς ἐγκαθίει Λοξίᾳ θεσπίσματα Aesch. frg. 74; τὰ παρόντα θεσπίσματ' οὐδενὸς ἄξια Soph. O. R. 973; τί θέσπισμ' ἐκ Τροφωνίου φέρεις Eur. Ion 405. – Sp. auch = Befehl des Kaisers.

Greek (Liddell-Scott)

θέσπισμα: τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρησμοί, λόγια μαντικά, Ἡρόδ. 2. 29, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 82, Σοφ. Ο. Τ. 971. 2) διάταγμα τῆς γερουσίας ἢ τοῦ αὐτοκράτορος, Βυζ.