ὑποδρήσσω
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
= foreg., A.R.3.274, Musae.143.
German (Pape)
[Seite 1216] = ὑποδράω, Ap. Rh. 3, 274, βασιλῆϊ.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδρήσσω: ὑποδράω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 274, Μουσαῖος 143.