ἑπταγράμματος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ον,
A of seven letters, Hsch. (glossed by τὸ ὀργίλον, ἢ σκληρόν, καὶ Σάραπιν).
German (Pape)
[Seite 1012] aus sieben Buchstaben bestehend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταγράμματος: -ον, ἐξ ἑπτὰ γραμμάτων ἀποτελούμενος, ἐπὶ λέξεων ἐξ ἑπτὰ γραμμάτων, ὡς π.χ. ὀργίλος, σκληρός, κτλ., Ἡσύχ., πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 176.