ἀρθμός
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ὁ, (ἀραρίσκω)
A a bond, league, friendship, ἀρθμῷ καὶ φιλότητι h.Merc.524, cf. A.Pr.193 (lyr.), Call.Fr.199.
German (Pape)
[Seite 350] (ἄρω), ὁ, Verbindung, Freundschaft, H. h. Merc. 524; Aesch. Prom. 191; ἔθεντο μετὰ σφίσιν Ap. Rh. 2, 755.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθμός: ὁ, (*ἄρω) δεσμός, σύνδεσμος, συμμαχία, φιλία, ἀρθμῷ καὶ φιλότητι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἐρμ. 524, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 191, Καλλ. Ἀποσπ. 199.