ἐμποδοστατέω
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
A to be in the way, Epicur.Ep.1p.9U., PTeb.24.54 (ii B.C.), Ph.1.186:—also ἐμποδιοστᾰτέω, v.l. LXXJd.11.35.
German (Pape)
[Seite 815] im Wege stehen, Sp., wie D. L. 10, 95; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδοστατέω: προξενῶ ἐμπόδιον εἰς πόδας τινός, γίνομαι ἐμπόδιον, ἐμποδίζω, Διογ. Λ. 10, 95· διάφ. γραφ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἐμπεποδοστάτηκάς με ἀντὶ τοῦ: ταραχῇ ἐτάραξάς με (Κριταὶ ΙΑ΄, 35).