ὀλιγοπόλιος
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ον,
A with thin grey hair, Hsch. s.v. σπαρνοπόλιος.
German (Pape)
[Seite 321] mit wenigen, einzelnen grauen Haaren, Hesych. Erkl. von σπανιοπόλιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοπόλιος: -ον, ὁ ἔχων ἀραιὰν καὶ πολιὰν κόμην, Ἡσύχ. ἐν λ. σπανιοπόλιος.