ἀκαταμάχητος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ον,
A unconquerable, LXX Wi.5.19, M.Ant.8.48, Men.Prot.p.4D., Ps.-Callisth.2.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταμάχητος: -ον, ἀκατανίκητος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78.