δεινολογέομαι
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
A complain loudly, ὅτι . . Hdt.1.44; εἰ . . Plu.Sert.6: abs., Hdt.4.68, Eus.Mynd.59.
German (Pape)
[Seite 538] dep. med., sich laut, heftig beklagen, Her. 1, 44. 4, 62; Plut. Sertor. 6, sequ. εἰ In den VLL. wird ἐδεινολόγουν erkl. ἐσχετλίαζον, δεινὰ πεπονθέναι ἔλεγον.
Greek (Liddell-Scott)
δεινολογέομαι: ἀποθ., μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι, δ. ὅτι… Ἡρόδ. 1. 44· ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 68.