παρακρέμαμαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass.,
A hang beside, Luc.Asin.23 : metaph., to be dependent, τὰ παρακρεμάμενα μέρη the dependencies of an empire, Plb. 5.35.10.
Greek (Liddell-Scott)
παρακρέμαμαι: Παθ., ἐξήρτημαι ἔκ τινος, τά παρακρεμάμενα, μέρη ἀπομεμακρυσμένα καὶ ἐξαρτώμανα ἔκ τινος ἐπικρατείας, Πολύβ. 5. 35, 10.