γλισχρότης

From LSJ
Revision as of 10:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλισχρότης Medium diacritics: γλισχρότης Low diacritics: γλισχρότης Capitals: ΓΛΙΣΧΡΟΤΗΣ
Transliteration A: glischrótēs Transliteration B: glischrotēs Transliteration C: glischrotis Beta Code: glisxro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A stickiness, Arist.HA517b28, Thphr.CP1.6.4, etc.; slipperiness, Plb.26.1.14, Luc.Anach.29.    II metaph., parsimony, stinginess, opp. τρυφή, Arist.Pol.1326b38; meanness, Plu. Them.5, 2.125e.    2 γ. ὀνομάτων the 'birdlime' of verbiage (as clogging the intelligence), Ph.1.146.

Greek (Liddell-Scott)

γλισχρότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης τοῦ γλίσχρου· ἡ κολλητικότης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 2, κτλ. ΙΙ. μεταφ., φειδωλία, μικρολογία, μικροπρέπεια, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 5, 2. 2) ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινότης, ἀθλιότης, Πλούτ. 2. 125Ε· πρβλ. τὸ προηγ.