ἐνθυμιστός
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
ή, όν,
A taken to heart, ἐ. ποιεῖσθαι make a scruple of a thing, Hdt.2.175 (nisi leg. -ητόν).
German (Pape)
[Seite 843] dasselbe, ἐνθυμιστόν τι ποιεῖσθαι, Etwas zur Gewissenssache machen, Her. 2, 175.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθῡμιστός: -ή, -όν, τὸν δὲ Ἄμασιν ἐνθυμιστὸν ποιησάμενον, ὁ δὲ Ἄμασις αἰσθανθεὶς τοῦτο κατάκαρδα ἢ θεωρήσας αὐτὸ ὡς κακὸν οἰωνόν, τὸ ὅτι δηλ. ἐστέναξεν ὁ ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. ἐνθύμιον ποιεῖσθαι ἐν λέξει: ἐνθύμιος.