ἀνθάμιλλος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A vying with, rivalling, E.Ion606.
German (Pape)
[Seite 230] dagegen wetteifernd, Nebenbuhler, Eur. Ion. 606; Lycophr. 429.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθάμιλλος: [ᾰ], -ον, (ἅμιλλα) ἀνταγωνιστής, ἀντίπαλος, Εὐρ. Ἴων 606: ― θηλ. τύπος, ἀνθαμιλλήτρια, ἡ, ἡ ἀντίζηλος, τινι Νικήτ. Χρον. 325Β.