μυξώδης
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
ες,
A like mucus, abounding in it, Hp.Art.40, cf. 8 (Comp.); δεσμὸς μ. a pulpy band of connexion, ib.45; μ. ὑγρότητες, γλισχρότης, Arist.GA761b33, HA517b28; μ. ὑγρασία Thphr.HP3.13.2; μ. ῥίζαι, σάρξ, Dsc.3.17, Gal.1.579.
German (Pape)
[Seite 218] ες, schleim-, rotzartig, voll Schleim, schleimig, Hippocr. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μυξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., γλοιώδης, αὐτόθι 809· μ. ὑγρότης, γλισχρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.