Α α

From LSJ
Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Α α Medium diacritics: Α α Low diacritics: Α α Capitals: Α Α
Transliteration A: A a Transliteration B: A a Transliteration C: A a Beta Code: *a a

English (LSJ)

ἄλφα (q.v.), τό, indecl., first letter of the Gr. alphabet: as Numeral, ά

   A = εἷς and πρῶτος, but = 1,000.

Greek (Liddell-Scott)

Α α: α, ἄλφα, τό, ἄκλ., πρῶτον γράμμα τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου: ὅθεν ὡς ἀριθμητικόν, α΄ = εἷς καὶ πρῶτος, ἀλλὰ ͵α = 1000 ἢ χιλιοστός, ή, όν· μετὰ διαιρετικῶν σημείων, (¨α) ἢ μετὰ γραμμῆς εὐθείας ἐπ’ αὐτοῦ (ᾱ) σημαίνει μύριοι (10,000). Ἥρων Νεωτ. 169, 4 καὶ ἀλλ. Εἰς χειρόγραφά τινα τὸ πρῶτος, η, ον, εὕρηται γεγραμμένον αος, αη, αον· ἡ γενικὴ αου, αης καὶ ἡ δοτ. αῳ, αῃ κτλ. - Τὸ μακρὸν ᾱ διαφέρει τοῦ βραχέος ᾰ, οὐχὶ κατὰ εἶδος, ἀλλὰ κατὰ ποσόν, ἦτο δὲ εὐφωνότατον τῶν ἄλλων μακρῶν φωνηέντων· «εὐφωνότατον τὸ ἄλφα ὅταν ἐντείνηται· λέγεται γὰρ ἀνοιγομένου τοῦ στόματος ἐπὶ πλεῖστον, καὶ τοῦ πνεύματος ἄνω φερομένου πρὸς τὸν οὐρανόν», Διονυσ. Ἁ. τόμ. Ε΄, σ. 75, 12. ἔκδ. Ρεϊσκίου. Ἡ καταχρ. δίφθογγος ᾳ ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατινικὸν ā μακρόν.