ἀντίδουλος
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ον,
A instead of a slave, neut. pl. as Adv., ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα A.Fr.194. II of persons, being as a slave, treated as a slave, Id.Ch.135.
German (Pape)
[Seite 251] eines Knechtes Stelle vertretend, Aesch. Ch. 133; frg. 180.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδουλος: -ον, ὁ ἀντὶ δούλου, οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ὢν ὡς δοῦλος ἢ ὃν μεταχειρίζονται ὡς δοῦλον, ὁ αὐτ. Χο. 135.