συσκεπτέον
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
A one must consider, μετά τινος Pl.Sph.218b.
Greek (Liddell-Scott)
συσκεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συσκοπέω, δεῖ συσκοπεῖν, κοινῇ μετ’ ἐμοῦ σοι συσκεπτέον Πλάτ. Σοφ. 218Β.