πελλίς
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = πέλλα1, Hippon.38, Trag.Adesp.595 (codd. Poll.), Phoen.4, 5, Nic.Al.77 ; cf. πελίκη, πελίχνη, πέλυξ. (Cf. Lat. pelvis.)
German (Pape)
[Seite 551] ίδος, ἡ, wie πέλις, πέλλα, πελλάς, πελίκη, hölzerne Schüssel, Becken, Gelte; Hipponax bei Ath. XI, 495 c u. Phoenix Colophon. ind.; Nic. Al. 77.
Greek (Liddell-Scott)
πελλίς: -ίδος, ἡ, ἴδε ἐν λέξει πέλλα.