ἀπροσποίητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A unfeigned, in Adv. -τως D.S.32.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσποίητος: -ον, ὁ, ὁ μὴ προσπεποιημένος, φιλίαν ὄντως ἀκραιφνεστάτην καὶ ἀπροσποίητον Τζέτζ. Ἐπιστ. 7. σ. 10. - Ἐπίρρ. -τως Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 93.
Full diacritics: ἀπροσποίητος | Medium diacritics: ἀπροσποίητος | Low diacritics: απροσποίητος | Capitals: ΑΠΡΟΣΠΟΙΗΤΟΣ |
Transliteration A: aprospoíētos | Transliteration B: aprospoiētos | Transliteration C: aprospoiitos | Beta Code: a)prospoi/htos |
ον,
A unfeigned, in Adv. -τως D.S.32.24.
ἀπροσποίητος: -ον, ὁ, ὁ μὴ προσπεποιημένος, φιλίαν ὄντως ἀκραιφνεστάτην καὶ ἀπροσποίητον Τζέτζ. Ἐπιστ. 7. σ. 10. - Ἐπίρρ. -τως Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 93.