ἰλὺς

From LSJ
Revision as of 10:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek (Liddell-Scott)

ἰλὺς: ῑ, ύος, ἡ, πηλός, βόρβορος, λάσπη ἡ σχηματιζομένη ἐν ταῖς κοίταις ποταμῶν ἢ λιμνῶν (νῦν, ἴλαμμος ἐν Κυζίκῳ) τεύχεα καλά, τά που μάλα νειόθι λίμνης κείσεσθ’ ὑπ’ ἰλύος ῠ κεκαλυμμένα Ἰλ. Φ. 318· ἐπὶ ἐδάφους σχηματισθέντος ἐκ προσχώσεως, Ἡρόδ. 2. 7· ἰλὺς καὶ ψάμμος Ἱππ. π. Ἀέρ. 286. 2) καθίζημα, «καταπάτι», Ἱππ. 615. 15· τοῦ οἴνου, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 17, κ. ἀλλ. 3) ἀκαθαρσία, αἵματος Γαλην.· στέρνων Ἀνδρόμαχος παρὰ Γαλην. 13. σ. 876. Ἐν Ἰλ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) ἡ δευτέρα συλλαβὴ τῆς γεν. εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει, ἀλλὰ βραχεῖα ἐν θέσει (ὡς ἐν τῷ ἰσχύος) Ἀνθ. Πλαν. 4. 230, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 823.