ἀποτερματίζω
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
A bound, limit, define, Anon,Geog.Comp.19, cf. 10 (Pass.); bring to an end, λόγον dub. in Phld.D.3.14. II Med., look towards, εἴς τι prob. for ἀποτελμ- in Hp.Decent.3.
German (Pape)
[Seite 330] abgränzen; Sp. auch von den Gränzen ausschließen, ausrotten.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτερμᾰτίζω: περιορίζω, ὁρίζω, Ἀγαθήμ. 2. 4· καὶ ἀποτερματισμός, οῦ, ὁ, ὅριον, Πρόκλ. π. σφαίρ. 27, σ. 48· ὡσαύτως ἀποτερμάτωσις, εως, ἡ, Ἐτυμολ. Μ. 583. 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. = τῷ Ὁμηρικῷ, τέρμ’ ὁράαν, ἐς ἀλήθειαν πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν ἀποτερματιζόμενοι, ὅπερ ἐστίν, ἀποβλέποντες, ἀποσκοποῦντες, κατὰ διόρθ. Κοραῆ ἀντὶ ἀποτελματιζόμενοι, Ἱππ. 23. 2, (Πλουτ. Ρωμ. 11, ἔκδ. Κοραῆ, τ. Α΄, σ. 369).