διαταγή
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ἡ,
A command, ordinance, LXX 2 Es.4.11, Ep.Rom.13.2; ἐκ διαταγῆς CIG3465, POxy.92.3 (iv A. D.); testamentary disposition, IGRom.4.840.3, etc.; δ. τῆς τρύγης ποιήσασθαι make arrangements for... PFay.133.4 (iv A. D.); πόλεως Ps.-Callisth.1.33; εἰς διαταγὰς ἀγγέλων Act.Ap.7.53; medical regimen, Ruf. ap. Orib.6.38.13; = τάξις, Placit.1.15.8.
German (Pape)
[Seite 605] ἡ, Befehl, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
διατᾰγή: ῆς, ἡ, ὡς παρ’ ἡμῖν, προσταγή, Ἑβδ. Ἐσδρ. 2. 4, 11, Κ. Δ. Ἐπιστ. Ρωμ. 13. 2, Ροῦφος (Ὀρειβ. 1. 544)· ἐκ διαταγῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3465.