ἀνέγερτος
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
ον,
A not broken by waking, ἀ. ὕπνος Arist.GA779a3, EE1216a3.
German (Pape)
[Seite 219] nicht aufgeweckt, unerwecklich, ὕπνος Arist. Eth. eud. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγερτος: -ον, ἀξύπνητος, καθεύδειν ἀνέγερτον ὕπνον Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 1. 5, 6· οὐθεὶς γὰρ ὕπνος ἀνέγερτος Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 5. 1, 11. - Ἐπίρρ. -τως Ἰουστῖν. Μ.