χειρονομέω
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
English (LSJ)
A gesticulate with the hands, X.Smp.2.19, D.C.36.30, τοῖσι σκέλεσι ἐχειρονόμησε, of one standing on his head, Hdt.6.129; χειρονομοῦντα volanticultello, flourishing the knife, of an expert carver, Juv.5.121. II practise shadow-boxing, Thrasym.Fr.4, Pl.Lg. 830c, Plu.2.747b.
German (Pape)
[Seite 1346] die Hände nach einer gewissen Regel beim Tanzen od. Fechten bewegen, bes. um dadurch Etwas auszudrücken, durch Gebehrden, Winke zu verstehen geben, gesticuliren; Xen. Conv. 2, 19; auch σκέλεσι χειρονομεῖν, Her. 6, 129. – Uebh. = σκιαμαχέω, Plat. Legg. VIII, 830 c.
Greek (Liddell-Scott)
χειρονομέω: κινῶ τὰς χεῖρας παντομιμικῶς, κάμνω χειρονομίας, Ξεν. Συμπ. 2. 19, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 36. 13· τοῖς σκέλεσι χειρονομεῖν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἱσταμένου ἐπὶ τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς καὶ κινοῦντος τὰ σκέλη εἰς τὸν ἀέρα, Ἡρόδ. 6. 129, πρβλ. Πλούτ. 2. 867Β, Πολυδ. Β΄, 152. ΙΙ. ἐπὶ πυγμάχου, κινῶ τὰς χεῖρας κατὰ διαφόρους τρόπους, ὡς τὸ σκιαμαχέω, Πλάτ. Νόμ. 830C, Πλούτ. 2. 747Β, Ἀθήν. 416Α.