ἀδόκιμος
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
ον,
A not legal tender, not current, of coin, Pl.Lg.742a; not approved, of horses, Arist.Ath.49.1. 2 unsatisfactory, unconvincing, of a statement, Ph.Bel.76.47, Alex.Aphr.in Top.576.14. 3 disreputable, λακίσματ' ἀδόκιμ' ὀλβίοις ἔχειν E.Tr.497; μοῦσα Pl.Lg.829d, cf. D. 25.36,Ep.Rom.1.28. Adv. -μως Poll.5.160. 4 of persons, Pl.R.618b; discredited, reprobate, X.Lac.3.3, 2 Ep.Tim.3.8, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδόκῐμος: -ον, ὁ μὴ δόκιμος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑποστῇ δοκιμήν, παραπεποιημένος, κίβδηλος, κυρίως ἐπὶ νομισμάτων. Πλάτ. Νόμ. 742Α. ΙΙ. μεταφ. ἄνευ φήμης, ἄσημος, ἀφανής, λακίσματ’ ἀδόκιμ’ ὀλβίοις ἔχειν, Εὐρ. Τρῳ. 497· μοῦσα, Πλάτ. Νόμ. 829D· πρβλ. Δημ. 781. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Πολυδ. 5. 160, 2, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 618Β. ἀποδεδοκιμασμένος ὡς κίβδηλος, ἀπόβλητος, Ξεν. Λακ. 3, 3. Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 28, Τιμόθ. Β΄. γ΄, 8 κτλ.