ὑπόσκοπος
English (LSJ)
ον,
A looked under, χείρ, of a hand held so as to shade the eyes, A.Fr.339, cf. σκώψ 2.
German (Pape)
[Seite 1232] χείρ, die an die Stirn vor die Augen gehaltene Hand, unter der man in die Ferne späht, Aesch. frg. 68.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσκοπος: -ον, ὁ ὑποκάτω τοῦ ὁποίου βλέπει τις, χεὶρ ὑπ., τεθειμένη οὕτως ὥστε νὰ ἐπισκιάζῃ τοὺς ὀφθαλμούς, «ὑπόσκοπον χέρα· Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 330)· ὥσπερ οἱ ἀποσκοποῦντες, οὕτω κελεύει σχηματίσας τὴν χεῖρα, καθάπερ τοὺς Πᾶνας ποιοῦσι» Ἡσύχ. πρβλ. Sil. Ital. 13. 341, καὶ ἴδε ἐν λ. σκώψ.