σκελόδεσμος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
German (Pape)
[Seite 891] ὁ, Schenkelband, Band um die Füße, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκελόδεσμος: ὁ, ὁ περὶ τὰ σκέλη δεσμός, περικνημίς, «καλτσοδέτης», = περισκελίς. Γλωσσ.