σκελόδεσμος
German (Pape)
[Seite 891] ὁ, Schenkelband, Band um die Füße, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκελόδεσμος: ὁ, ὁ περὶ τὰ σκέλη δεσμός, περικνημίς, «καλτσοδέτης», = περισκελίς. Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το σκελόδεσμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκελόδεσμον, κατά τα αρσ.].