τανεῖαι
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
αἱ,
A beams, Thphr.HP4.1.2.
German (Pape)
[Seite 1067] αἱ, Balken, tigna, vielleicht von τείνω, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνεῖαι: -αἱ, ἐπιμήκη ξύλα χρησιμεύοντα πρὸς τὰς ναυπηγίας καὶ τὰς οἰκοδομάς, Λατ. tigna, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 1, 2.