σκολόπαξ
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, prob.
A = ἀσκαλώπας, Arist.HA614a33, prob. cj. for σπάλακα in Thphr.Sign.49. [scolōpax in Nemesian.Aucup.21.]
German (Pape)
[Seite 902] ακος, ὁ, eine große Schnepfe, wahrscheinlich die Waldschnepfe, Arist. H. A. 9, 8, auch σκολῶπαξ geschrieben u. ἀσκάλωψ, ἀσκαλώπας.
Greek (Liddell-Scott)
σκολόπᾰξ: -ᾰκος, ὁ, ἴσως ἡ ξυλόκοττα, εἶδος μπεκάτσας, Scolopax rusticola, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 12· scolõpax παρὰ τῷ Nemesean. Aucup. 21· καὶ ὁ Ἀριστ. δὲ ἔχει ἀσκαλώπας, ὃ ἴδε, Ἡσύχ.