ἀκόνιτον
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
τό,
A leopard's bane, Aconitum Anthora, Theopomp. Hist. 177a, Thphr.HP9.16.4, Dsc.4.76, Gal.11.820:—also ἀκόν-ῑτος, ἡ, dub.l. in Nic.Al.42, cf. AP11.123 (Hedyl.), Euph.142. II wolf's bane, Aconitum Napellus, Dsc.4.77.
German (Pape)
[Seite 77] τό, auch ἀκόνιτος, ἡ, Hedyl. 9 (XI, 123), eine Giftpflanze, aconitum, Nic. Al. 13, 41; Theophr.; entweder von einem Orte Ἀκόναι od. von steilen Felsen (ἀκόναι), wo sie wächst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόνῑτον: τό, = τῷ ἑπομ., Λατ. aconitum, δηλητηριῶδες φυτὸν αὐξανόμενον εἰς ἀπορρῶγας βράχους (ἐν ἀκόναις), ἢ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Ἀκόναι, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 4· νῦν ὀνομάζεται «σκορπίδι» κατὰ τὸν Σιβθόρπιον· πρβλ. Sprengel Διοσκ. 4. 76, Θεοπόμπ. Ἱστ. 200: - ὡσαύτως ἀκόνῑτος, ἡ, Schneid. Νικ. Ἀλεξιφ. 42.