αὐτενέργητος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
or αὐτοεν-, ον,
A spontaneous, ζωή Procl. in Prm.p.611S. (αὐτ-), in Alc.p.18C. (αὐτο-), Theol.Plat.6.22, Iamb. Myst.4.3.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτενέργητος: -ον, ἢ αὐτοενέργητος, ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ἐνεργῶν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 18· ― «τὸ σημαῖνον ἐνέργειαν αὐτενέργητον καλεῖται· τὸ δὲ πάθος αὐτοπαθές» Γραμματ.