σπερματίζω
From LSJ
English (LSJ)
A sow, τι εἰς γῆν Herm. ap. Stob.1.21.9:—Pass., of a woman, conceive, become pregnant, LXX Le.12.2. 2 ἐξ Ἀπόλλωνος αὐτὸν σ. make him son of A., Eust.1348.52. II intr., of plants, to be in seed, LXX Ex.9.31.
German (Pape)
[Seite 920] = σπερμαίνω, bes. Saamen von sich geben, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμᾰτίζω: σπείρω, τι εἰς γῆν Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 476· ― Παθ., ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, ἐγκυμονῶ, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΒ´, 2), πρβλ. ἐκσπερματίζω. 2) ἀνατρέχω ζητῶν τὴν καταγωγὴν ἢ οἰκογένειάν τινος, Εὐστ. 1348. 52. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ φυτῶν, ἀποκτῶ σπόρους, «δένω», Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ´, 32).