δραματουργέω
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
A = δραματοποιέω, τὸν διάλογον Ath.Epit.1.1f, cf. Max.Tyr.7.1; 'act a part', πάντα δ. J.BJ1.24.1, Alciphr.2.3. II = πανουργέω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 665] ein Drama machen, Alciphr. 2, 3; dramatisch darstellen, διάλογον Ath. I, 1 f u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱμᾰτουργέω: δραματοποιέω, Ἀθήν. 1F, Ἀλκίφρων 2. 3.