ἀποκαθαίρω
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
aor. inf.
A -ῆραι Gal.11.129, but subj. -άρῃ Thphr.CP 1.17.10:—clear, cleanse or clean quite, ἀ. τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα upon the towels, X.Cyr.1.3.5; τοῖς προσθίοις ἀ. σκέλεσιν, of flies, Arist.PA683a29:—Pass., Id.Pr.958b5:—Med., rid oneself of, ib. 880a32. 2 refine metal by smelting, Str.9.1.23; ῥητίνη ἀποκεκαθαρμένη purified, Dsc.1.25: metaph., ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνήν to be pure in dialect, Luc.Hist. Conscr.21. II cleanse off, clear away, τὰς τραπέζας Ar.Pax1193; ἀ. τὰς βαναύσους τέχνας εἰς οἰκετῶν καὶ μετοίκων χέρας Plu.Comp.Lyc.Num.2; remove by purging or clearing, ἴκτερον Dsc.4.71; ἀ.ἄνω purge by emetics, Hp.Morb.3.9:—Pass., to be removed by purging, Id.VM19: generally, to be got rid of, Pl.Ti. 72d, Arist.HA568b9; to be thrown off, Id.Mete.383a34:—Med., ἀποκαθήρασθαί τι get rid of a thing, Ti.Locr.104b, Demoph.Sim.25; τινός rid oneself of .., X.Cyr.2.2.27.
German (Pape)
[Seite 305] abwaschen, reinigen, τὴν χεῖρα ἐς τὰ χειρόμακτρα Xen. Cyr. 1, 3, 5; übertr., τὰς βαναύσους τέχνας εἰς οἰκετῶν χεῖρας Plut. Lyc. et Num. 2; abstreifen, κέλυφος Arist. – Med., sich reinigen, bes. durch Sühnopfer; sich befreien von etwas, ψευδέος δόξας Tim. Locr. 104 b; ἀποκαθαροῦνται τῆς κακίας Xen. Cyr. 2, 2, 27; ἡ σελήνη ἀποκαθαιρομένη, nach einer Mondfinsterniß, Plut. Aemil. 17; τὸ ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνήν, das Reinerhalten des Dialekts, Luc. consor. hist. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαθαίρω: μέλλ. -ᾰρῶ, καθαρίζω, «σφογγίζω», εὐθὺς ἀποκαθαίρεις [-ει] τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα, εὐθὺς σφογγίζεις..., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 5· ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας ταύτῃ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1193· τοῖς προσθίοις ἀπ. σκέλεσιν, ἐπὶ μυιῶν, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. Ζ. 4. 6, 14: - Παθ., ὁ αὐτ. Προβλ. 31. 9: - Μέσ., καθαρίζω ἐμαυτόν, αὐτόθι 4. 30. 2) καθαρίζω μέταλλον διὰ τήξεως «λαγαρίζω», Στράβ. 399· ῥητίνη ἀποκεκαθαρμένη, «καθαρισμένη», Διοσκ. 1. 24· μεταφ. ἀποκεκαθάρθαι τὴν φωνὴν εἰς τὸ ἀκριβέστερον, λαλεῖν τὴν γλῶσσαν καθαρῶς ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον, Λουκ. π. δ. Ἱστ. συγγ. 21. ΙΙ. μεταφ., ἀπομακρύνω, μεταβιβάζω, τὰς μὲν βαναύσους ἀποκαθαίρουσα τέχνας εἰς μετοίκων χεῖρας Πλουτ. Λυκ. καὶ Νουμ. Σύγκρ. 2: ἐνεργῶ ὡς καθαρτικόν, θεραπεύω, ἴκτερόν τε ἀποκαθαίρει Διοσκ. 4. 63: - Παθ. θεραπεύομαι διὰ καθαρσίου, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἢ ἐξέρχομαι ὡς ἀποκάθαρμα, πληρούμενος τῶν ἀποκαθαιρομένων Πλάτ. Τίμ. 72C: καθόλου, ἀπαλλάττομαί τινος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, Ἱστ. Ζ. 6. 14, 7: - Μέσ. ἀποκαθήρασθαί τι, ἀπαλλαγῆναί τινος πράγματος, Τίμ. Λοκρ. 104Β· τινός, ἀπαλλάσσομαί τινος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 27.