ὑποχαλκίζω
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
A look somewhat copper-coloured, EM805.49. II trans., change for copper, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχαλκίζω: ἔχω κἄπως τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. 805. 49. ΙΙ. μεταβ., ἀνταλλάσσω πρὸς χαλκόν, «ὑπεχάλκισα· πρὸς χαλκοῦ ὑπεθέμην» Ἡσύχ.