Full diacritics: νεοκατασκεύαστος | Medium diacritics: νεοκατασκεύαστος | Low diacritics: νεοκατασκεύαστος | Capitals: ΝΕΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ |
Transliteration A: neokataskeúastos | Transliteration B: neokataskeuastos | Transliteration C: neokataskeyastos | Beta Code: neokataskeu/astos |
ον,
A newly made, Sch.Ar. V.646, Sch.A.R.1.775, Sch.S.Tr.1277.
νεοκατασκεύαστος: -ον, ὁ νεωστὶ κατασκευασθείς, τὰ νεοκατασκεύαστα (τῶν ἱματίων) Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 60, 34· «νεοκατασκεύαστον μύλην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 646, κτλ.