παράλαμψις
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shining spot on the cornea, prob. for παράληψις in Hp.Prorrh.2.20, cf. Gal.19.127.
German (Pape)
[Seite 486] ἡ, ein weißer Fleck auf der Hornhaut des Auges, λεύκωμα, Galen. aus Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παράλαμψις: ἡ, σημεῖόν τι τοῦ κερατοειδοῦς λάμπον, ἐκ διορθώσεως ἐν Ἱππ. Προρρ. (ἀντὶ παράληψις) ἐκ τοῦ Λεξικ. τοῦ Γαλην. σ. 538.