ἐπιτίμιον
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
τό, mostly in pl., ἐπιτίμια, τά,
A value, price, or estimate of a thing, i.e., 1 the honours paid to a person, ἔστ' Ὀρέστου ταῦτα τἀπ. S.El.915 (nisi leg. τἀπιτύμβια). 2 assessment of damages, penalty or penalties, ἐ. διδόναι τινί inflict.., Hdt.4.80, cf. E.Hec.1086, etc.; τῶνδε τἀπ. for these things, A.Pers.823 ; τοῖς ἐ. ἔνοχοι τοῦ φόνου Antipho 4.1.4 ; τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐ. Lycurg. 4 ; ἐ. δυσσεβείας the wages of ungodliness, S. El.1382, cf. X.Mem.3.12.3 ; κρίσεις..μεγάλ' ἔχουσαι τἀπιτίμια D.18.14 : in sg., τοὐπιτίμιον λαβεῖν exact the penalty, A.Th.1026 ; ἐ. ἔπεστί τινι Is.3.47 ; θάνατον ἔταξε τὸ ἐ. Arist.Oec.1349b30; ἐ. ὁρίζειν τινί IG22.1104 ; τριπλάσια τὰ ἐ. ἀποτεισάτω PHal.1.208 (iii B.C.), cf. Foed.Delph. Pell.2A21.