λευκαία
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ἡ, a synonym (perh. a variety) of σπάρτος, used for cordage or tackle, Moschio ap.Ath.5.206f:—written λευκέα in BGU544.5 (ii A.D.), Artem.3.59 (who dists. it from κάνναβις), Hsch. II = λεύκη 11.1, λευκαίας στέφανος IG12(1).155 iii 79, iv 118:—hence Λευκαῖος Ζεύς, Zeus of the white poplar, Paus.5.5.5.
German (Pape)
[Seite 33] ἡ, = λευκέα, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λευκαία: ἡ, εἶδος ἰσχυροῦ χόρτου ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν σχοινίων ἢ ὁρμιῶν, ἴσως τὸ Ἱσπανικὸν spartum, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 206F· λευκέα παρ’ Ἀρτεμιδ. 3. 59· «λευκέα· σχοῖνος» Ἡσύχ. ΙΙ. = λεύκη ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. 79.