διολκή
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ἡ, (διέλκω)
A drawing away, διολκὴν εἰς τἀναντία γίνεσθαι Phld.Mus.p.35 K.; extraction of the foetus, Sor.2.62 (pl.). II diversity of opinion, S.E.M.8.322, Numen. ap. Eus.PE14.5.
Greek (Liddell-Scott)
διολκή: ἡ, (διέλκω) διαφορὰ γνώμης, διχογνωμία, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 322.