ἁλιά

Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιά: ἢ ἁλία [ᾰλ], ἡ, (ἅλς) ἰγδίον πρὸς τρίψιμον ἅλατος ἢ ἁλατοθήκη, «σκεῦός τι πύξινον, ᾧ τοὺς ἅλας ἐντρίβουσιν», Πολυδ. 10. 169. Ἄρχιπ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 6, «λεπτὸν ἐν ἁλίᾳ κεκομμένον», Στράττις ἐν «Κινησίᾳ» 2· ἁλιὰν τρυπᾶν, καθαρίζειν ἐντελῶς τὸ ἀγγεῖον τοῦ ἅλατος, ἔνδειξις ἐσχάτης πενίας (ὡς παρὰ Περσίῳ, digito tenebrare salinum) ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Καλλιμ. (Ἐπίγραμμ. 50) «τὴν ἁλίην Εὔδημος» κτλ. ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἀναφερόμενον εἰς τρικυμίαν θαλάσσης, ὅπερ ἔκαμέ τινας νὰ ἑρμηνεύσωσι τὴν λέξιν: ναῦς, λέμβος.