καθυπερηφανεύομαι

From LSJ
Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 1289] gegen Einen sich übermüthig betragen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερηφανεύομαι: γίνομαι καθ’ ὑπερβολὴν ὑπερήφανος, ὑβριστικός, Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.