διπλοίζω
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
A = διπλασιάζω, A.Ag.835; cf. ἐπιδιπλοίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διπλοίζω: διπλασιάζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 835· πρβλ. ἐπιδιπλοίζω.