προλάμπω
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
A shine forth, γυμνῷ τῷ κάλλει Chor.p.164 B.; σοφία π. Procop.Gaz.Ep.128. II trans., cause to shine forth, π. τὸ ἐξ αὐτῶν ἀναγωγὸν φῶς Procl. in Prm.p.472 S.; τὰ ἀγαθά Hierocl. in CA25p.477M. III illuminate in front, metaph., τὰς προόδους τῆς ὑμῶν ἐξουσίας PMasp.2.1 (vi A.D.). IV outshine, Gloss.
German (Pape)
[Seite 732] vor- od. vorausleuchten, vor Andern leuchten, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
προλάμπω: ἐκπέμπω λάμψιν, ἡμέρα πρ. Συνεσ. Ὕμν. 2. 2· ζωὴ Εὐστ. κλπ.