ἐπιτέγγω
English (LSJ)
A pour liquid upon, moisten, τί τινι Hp.Fract.29, cf. Gal. UP14.11, al. ; τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύοις Philostr.VS2.5.3 ; ἐ. καὶ μαλάττει Gal.6.122 ; = ἐπιστάζω, νέκταρ Anacreont.53.41.
German (Pape)
[Seite 989] obenauf anfeuchten, Philostr.; νέκταρ Anacr. 54, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτέγγω: ἐπιχέω ὑγρόν, ὑγραίνω, βρέχω, τί τινι Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύοις Φιλόστρ. 574· ― ὡσαύτως = ἐπιστάζω, Ἀνακρεόντ. 57. 22.